- δίστιχα
- δίστιχοςwith two rowsneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελεγεία — Ποιητική σύνθεση σε δίστιχα (ο πρώτος στίχος εξάμετρος, ο δεύτερος πεντάμετρος). Η ε. πρωτοπαρουσιάστηκε στην Ιωνία κατά τις αρχές του 7ου αι. π.Χ. και φαίνεται ότι αρχικά συνοδευόταν από αυλό (η λέξη έλεγος είναι αρμενικής ή φρυγικής καταγωγής… … Dictionary of Greek
μαντινάδα — Είδος παραδοσιακού τραγουδιού της Κρήτης. Είναι αντίστοιχο με τα λιανοτράγουδα, τις ρίμες, τις πατινάδες, τις παρόλες, τα στιχάκια, τα δίστιχα κ.ά., τα οποία απαντώνται σε άλλες περιοχές της Ελλάδας (κυρίως στα νησιά) και στην Κύπρο (τσακιστά).… … Dictionary of Greek
ρίμα — η, Ν 1. ομοιοκαταληξία 2. επαινετικό ή σκωπτικό ποίημα από ομοιοκατάληκτα δίστιχα 3. πληθ. οι ρίμες οι ριμάδες, ομοιοκατάληκτα δημώδη δίστιχα, λειανοτράγουδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. rima, πιθ. < λατ. rhythmus (< ῥυθμός)] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
ερωτικά τραγούδια — Κατηγορία δημοτικών τραγουδιών, που επονομάζονται και τραγούδια της αγάπης. Ο αισθηματικός ελληνικός λαός τραγούδησε με πολλούς τρόπους την ερωτική αγάπη. Τα Παινέματα είναι τραγούδια όπου ο τραγουδιστής επαινεί ένα ένα τα χαρακτηριστικά του… … Dictionary of Greek
έλεγος — ἔλεγος, ο (Α) 1. θρηνητικό τραγούδι, θρήνος («ὄρνις ἀλκυὼν ἔλεγον οἶτον ἀείδεις» αηδόνι μοιρολογάς, τραγουδάς πένθιμο τραγούδι, Ευρ.) 2. ποίημα σε ελεγειακά δίστιχα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το έλεγος ήταν πένθιμο τραγούδι με την συνοδεία αυλού. Η άποψη τών… … Dictionary of Greek
γαζέλα — (I) η είδος ερωτικού ποιήματος στη λυρική ποίηση των Περσών και των Τούρκων που αποτελείται από 5 ή 7 δίστιχα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αραβικής προελεύσεως]. (II) η βλ. γκαζέλα … Dictionary of Greek
εκατόλογα — και κατόλογα, τα (Μ ἑκατόλογα και κατόλογα) 1. δημοτικό ερωτικό τραγούδι που έχει εκατό στίχους ή δίστιχα τού οποίου πολλές παραλλαγές υπάρχουν σε διάφορα μέρη τής Ελλάδας 2. φρ. «Εκατόλογα τής αγάπης» είδος τών αριθμητικών δημωδών ασμάτων … Dictionary of Greek
ελεγειακός — ή, ό (Α ἐλεγειακός, ή, όν) 1. (για στίχο) αυτός που ανήκει στο ελεγείο από την άποψη τού μέτρου («ελεγειακό πεντάμετρο», «πεντάμετρον ἐλεγειακόν», «ελεγειακός στίχος» ο δακτυλικός πεντάμετρος στίχος υυ| υυ| | υυ| υυ| 2. φρ. «ελεγειακός ποιητής» ή … Dictionary of Greek
επωδός — Ο όρος στην αρχαία χορική ποίηση σήμαινε την τελευταία περίοδο της τριάδας (στροφή, αντιστροφή, ε.), την οποία οι ηθοποιοί τραγουδούσαν όρθιοι. Στην κλασική μετρική, ε. ονομάστηκε ο δεύτερος και πιο σύντομος στίχος της δίστιχης στροφής και ύστερα … Dictionary of Greek